- ρουθήνιο(ν)
- το хим. рутений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουθήνιο — το, Ν χημ. σπάνιο μεταλλικό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Ru και ατομικό αριθμό 44, που ανήκει στην VΙΙΙ ομάδα τών στοιχείων μετάπτωσης τού περιοδικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ruthenium, από την περιοχή τής… … Dictionary of Greek
ρουθηνικός — ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρουθήνιο (α. «ρουθηνικό οξύ» β. «ρουθηνικό ανιόν») 2. (γεωγρ·) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρουθηνία, περιοχή τής Δυτικής Ουκρανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ευγενή μέταλλα — Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο… … Dictionary of Greek
Φίσερ, Φραντς — (Fischer, Φράιμπουργκ 1877 – Μόναχο 1948). Γερμανός φυσικός. Συνεργάστηκε με τον Χανς Τροπς και επινόησαν, το 1925, μια μέθοδο παρασκευής συνθετικών υδρογονανθράκων, και ειδικότερα βενζίνης και γαζολίνης. Με τη μέθοδο αυτή παρασκευάζονται… … Dictionary of Greek